Η Μαρία Γεωργίου Γεννήθηκε στη Λάρνακα της το 1962 και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, στο πανεπιστήμιο του Warwick στη Μ. Βρετανία.
Έχει εργαστεί στις επιχειρήσεις Computer Team και Panorama Com στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει από το 1984.
Το μυθιστόρημα Σπασμένο Ακορντεόν, είναι το πρώτο μυθιστόρημα της το οποίο το 2018, βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα: "Χιονισμένες Πολιτείες".
Τον ίδιο χρόνο, βραβεύτηκε από τις εκδόσεις Εντύποις για το διήγημα: "Οι Άλλοι και η Άλλη".
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου έχει παίξει δύο έργα της, στη ραδιοφωνική του εκπομπή Κυπριώτικο Σκετς, το "Ο Σιελιδονής" και το " Η Νυφιτζή Φωτογραφία". Από αυτά το δεύτερο έχει βραβευτεί.
Έχει εργαστεί στις επιχειρήσεις Computer Team και Panorama Com στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει από το 1984.
Το μυθιστόρημα Σπασμένο Ακορντεόν, είναι το πρώτο μυθιστόρημα της το οποίο το 2018, βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα: "Χιονισμένες Πολιτείες".
Τον ίδιο χρόνο, βραβεύτηκε από τις εκδόσεις Εντύποις για το διήγημα: "Οι Άλλοι και η Άλλη".
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου έχει παίξει δύο έργα της, στη ραδιοφωνική του εκπομπή Κυπριώτικο Σκετς, το "Ο Σιελιδονής" και το " Η Νυφιτζή Φωτογραφία". Από αυτά το δεύτερο έχει βραβευτεί.
ΑΠΟΣΠΑΣΠΑ
Έρχονταν
πραματευτάδες απ' όλην την Κύπρον κι
έστηναν τους πάγκους τους στην παραλίαν, από την αποβάθρα μέχρι το
κάστρο, γεμάτους πράματα που σου έτρεχαν τα σάλια. Σουτζούκον και κιοφτέρια[1],
συκόπιτες, μέλιν, τερατσόμελον[2],
κρασί, ζιβανίαν, αθάσια[3],
καρύδια, στραγάλια ανακατωμένα με ψιλά κουφέτα, λουκούμια, παιχνίδια, ψεύτικα
μπιχλιμπίδια, φανταχτερά μπιμπελό, χειροποίητα κεντήματα, υφάσματα, ζωγραφιές,
τσίγκινη λάμψη που όμως εθάμπωνεν τα παιδικά μου μάτια. Γινόντουσαν κι αγώνες
διάφοροι, κολυμβητικοί και ιστιοπλοϊκοί. Και το περπάτημα στον λιγδωμένον
πάσσαλον. Ήταν μια μεγάλη γιορτή,
καλοκαιρινή, αέρινη, θαλασσινή και όλοι οι Σκαλιώτες την αγαπούσαμεν και την
αγαπούμεν ακόμα.
Το
δεύτερο Σάββατον του πανηγυριού, απόγευμαν, εσχόλασα ευδιάθετος από την
οικοδομήν που εδούλευα, εξυρίστηκα, εκτενίστηκα, έβαλα κολόνιαν, επεριποιήθηκα
το μουστάκιν που είχα από τότε που ήμουν στη φυλακή, και από τότε δεν το
εξύρισα ποτέ, εφόρεσα το καλό μου παντελόνιν και το αλατζιένον μου κοντομάνικον πουκάμισον . Εμέτρησα τα ριάλια [4] μου
και τα έβαλα όλα στην τσέπη μου. Έτοιμος για το πανηγύρι. Εφώναξα του Αντρέα και εφύγαμεν προς την
παραλία. Εκατοντάδες ο κόσμος επήγαινεν
κι ερχόταν από την μεγάλην αποβάθρα στο κάστρο και πίσω.
Εκάτσαμε
με τον Αντρίκο πάνω στην κουπαστήν της αποβάθρας, γέρνοντας προς τα μπρος για
να μην βαραίνει το σώμα μας προς τη θάλασσα. Από εκεί επιθεωρούσαμεν τον κόσμον
που επέρναν, να δούμεν κανένα φίλο, να ξεχωρίσουμεν τες όμορφες που
επηγαινοέρχονταν φορώντας τα καλά τους καλοκαιρινά φουστάνια.
...............................................................................................
Ήρθαν
και ο Πέτρος και ο Δοξάκης. Εκαθίσαμεν
όλοι στη σειράν, επειράζαμεν τις κορούδες, εκάμναμεν κι εμείς τις νεανικές μας
παλαβομάρες. Για τον αγώνα δεν εμιλούσαμεν καθόλου. Δεν ήταν τόπος για τέτοιες
κουβέντες. Μέσα από τη θάλασσαν ανέτειλεν
έναν φεγγάριν, πυρακτωμένο, να το βλέπεις και να τρελαίνεσαι γιατί
θέλεις να το καταλάβεις να πιάσεις την ομορφιάν του, τη μαγείαν του, αυτά που
θέλει να σου πει γιατί κάτι θέλει να σου πει. Αυτή η στρογγυλάδα του, αυτή η
ομορφιά του, όλοι οι αγώνες μας, όλες οι αναζητήσεις μας, ο έρωτας, οι ωραίες
ιδέες μας, ο πόνος μας, οι χαρές μας, όλα για να φτάσουμε να ολοκληρωθούμε, να
γεμίσουμε σαν τούτον το φεγγάριν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.