Το διαδικτυακό περιοδικό apopsi-la, δημοσιεύει απόψεις Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών με θέμα ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ!!!
Φιλοξενεί σήμερα τον Λογοτέχνη Αντρέα Τιμοθέου.
"Πήρα τη λευκή κατσαρόλα με τα
τριαντάφυλλα. Ένα ροζ κι ένα γαλάζιο. Αλοιφτή, δική Της. Έριξα μέσα το αλεύρι,
μαλακό σαν σύννεφο. Μαγιά, αλάτι, ζάχαρη, νερό, λάδι, κανέλα και γαρύφαλλο και
λίγο ξύσμα πορτοκαλιού στο τέλος. Έβαλα τα χέρια μου μέσα, μέχρι που έγινε σαν
κοιλιά μωρού. Βρέθηκα στην κουζίνα Της, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μύρισα
μαυρόκοκο, μαχλέπι, ζυμωμένα κουλούρια, λάδι στον πάγκο. Έκατσα στην αυλή και
έφαγα παγωμένους λουκουμάδες, αυτούς που μένουν στο ψυγείο για την επόμενη και
τραβάνε όλο το μέλι. Εμένα αυτοί ήταν οι αγαπημένοι μου! Έκοψα κιούλι, τότε το βάζαμε
στο γλυκό καρπούζι, τραγανό και δροσερό το καλοκαίρι. Έστελνε και της μάνας της
στην Αγγλία. Πέρασα απ’ το σαλόνι με το θαυμασμό που περνούσα τα πρώτα χρόνια
των ταξιδιών μου στα παλάτια της Ευρώπης. Η ίδια τάξη, μια μέρα γεμάτη ήλιο
ήταν άλλωστε. Έβγαζε την πρώτη δόση και σταγόνες ιδρώτα έδιναν μια υγρασία στο
άνω μέρος των φρυδιών Της. «Έλα να δεις πώς γίνονται, κάποτε θα ψήνεις και θα
με μακαρίζεις». Φαινόταν τόσο απομακρυσμένο το ενδεχόμενο... Οι λευκές
κουρτίνες δίπλα από το εικονοστάσι είχαν ένα σχήμα σαν χαμόγελο κι εγώ τα
πήγαινα πάντα καλά με τα μοτίβα. Προτίμησα να παρατηρήσω αυτές. Καθάρισα τα
χέρια μου και άρχισα να πλάθω. Καλά νόμιζα πως τα πήγαινα. Μύριζαν τόσο όμορφα
πριν μπουν στο λάδι. Φούσκωναν και δεν χωρούσαν στο τηγάνι. Μετά σιρόπι και
πιάτο, ξανά και ξανά. Η γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία πάλι απλώνει ρούχα.
Δυο χρόνια είμαι εδώ, ποτέ δεν μου χαμογέλασε. Αν έσπαγε ο πάγος ίσως και να
της έπαιρνα. Να δοκιμάσω όμως πριν τη διανομή. Και τότες περισσότερη χαρά για
τη διανομή ένιωθα παρά για το αποτέλεσμα. Έξω τραγανές, μέσα ζυμάρι. Κάτι δεν
θα πήγε καλά φαίνεται. Ανοίγω δεύτερη, ανοίγω τρίτη, το ίδιο. Η κουζίνα του
νέου μου σπιτιού χάος όσο ποτέ και αποτέλεσμα κανένα. Πήρα τη μάνα μου και
γελάσαμε, μετά καθάρισα. Βγήκα στην κάπως μεγαλύτερη βεράντα και κοίταξα τα
σπίτια, μια σειρά σπιτιών επιβλητικών σε μέγεθος και σε σιωπή τώρα πια.
Τα
σπίτια... Τα σπίτια που κατοικήσαμε και μας κατοίκησαν, τα σπίτια που κι αν δεν
τα κατοικούμε πια, μας κατοικούν... Τα σπίτια μας αυτές τις μέρες… Θα είναι τα
ίδια μετά από όλο αυτό; Τα σπίτια μας από δω και πέρα, πώς θα τα κοιτάζουμε,
πώς θα τα κατοικούμε αφού γεμίσαμε από αυτά. Άραγε να έλαχε και στους γείτονές
μου, μια κουζίνα να επιστρέφουν;".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.